παναραβιστής

παναραβιστής
ο, θηλ. παναραβίστρια
οπαδός τού παναραβισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + Άραβας + κατάλ. -ιστής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παναραβιστής — ο θηλ. παναραβίστρια οπαδός του παναραβισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”